ἀναλωθέντων

ἀναλωθέντων
ἀνᾱλωθέντων , ἀναλίσκω
use up
aor part pass masc/neut gen pl
ἀναλόω
use up
aor part pass masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

  • συρμαία — η, ΜΑ, και ιων. τ. συρμαίη Α είδος φυτού που έμοιαζε με το ραπανάκι («τὸ πλῆθος τῶν ἀναλωθέντων χρημάτων... εἰς λάχανα καὶ συρμαίαν», Διόδ.) αρχ. 1. ο χυμός τού φυτού αυτού, τον οποίο, ύστερα από ανάμιξη με άλμη, χρησιμοποιούσαν ως καθαρτικό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”